- χάβαρο
- το1. είδος στρειδιού.2. ο βραδύνους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χάβαρο — το, Ν 1. κοινή ονομασία μικρού στρειδιού 2. το γυναικείο αιδοίο 3. μτφ. χαζός, αργόστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
χαβαρικό — το, Ν [χάβαρο] συν. στον πληθ. τα χαβαρικά όλα τα φαγώσιμα οστρακοειδή … Dictionary of Greek
χαβαρόνι — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού κορακιού τού ευρασιατικού είδους Corvus frugilegus, συχνότερου εκπροσώπου τής οικογένειας corvidae, το οποίο έχει μήκος 45 εκατοστόμετρα και φτέρωμα μαύρο με ιριδίζουσες αποχρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χάβαρο + κατάλ … Dictionary of Greek